Η ιστορία του Γιώργου - Κεφάλαιο 1

Καθώς το βράδυ κόντευε να δώσει την θέση του στο πρωί, οι δρόμοι της Αθήνας ήταν ήσυχοι και σχεδόν άδειοι ακόμα και από αυτοκίνητα. Μόνο τα λαμπερά φώτα των στολιδιών και οι σηματοδότες έδειχναν κάποια ένδειξη ζωής από την πολυσύχνατη πόλη. Ο Γιώργος καθόταν σιωπηλός τυλιγμένος στην κουβέρτα του και έπαιζε με το χνώτο του. Είχε καταφέρει να βγάλει 5.5 ευρώ σήμερα από τους περαστικούς και είχε αγοράσει έναν ζεστό σκούφο σε προσφορά. Ένιωθε ευλογημένος που μια οικογένεια είχε σταματήσει, ανάμεσα στα γιορτινά ψώνια της και του είχε δώσει 4 ευρώ ακόμα. Πόσο τον χρειαζόταν αυτόν τον σκούφο. Η προηγούμενη νύχτα τον είχε βρει παγωμένο να τουρτουρίζει κάτω από την τρύπια κουβέρτα του και το χαρτόνι δεν βοηθούσε πολύ. Αναστέναξε με ένα μικρό χαμογελάκι στα χείλη του "την περάσαμε και αυτή την νύχτα. Ευχαριστώ θεε μου!" ψιθύρισε. 

https://www.protothema.gr/afieromata/hristougenna-2018/article/844435/fotografies-to-kedro-tis-athinas-forese-ta-giortina-tou/
Πηγή εικόνας: https://www.protothema.gr/afieromata/hristougenna-2018/article/844435/fotografies-to-kedro-tis-athinas-forese-ta-giortina-tou/

Ανασηκώθηκε λίγο περισσότερο ώστε να δει απέναντι. Καμιά κίνηση. Ο μπάρμπα Θωμάς, ο γείτονας του, άστεγος και εκείνος εδώ και 10 χρόνια, είχε πια μεγαλώσει πολύ και πάντα του έριχνε μια ματιά να δει αν είναι καλά. "Ψιτ, μπάρμπα.." Καμιά ανταπόκριση. "Ρε Θωμά!" Φώναξε ο Γιώργος αυτή την φορά.
Η κουβέρτα ανασηκώθηκε και εμφανίστηκε ένα ζαρωμένο τριχωτό πρόσωπο. "Τι θες μωρέ και με ξυπνάς;" αναφώνησε δυσαρεστημένος ο μπάρμπα Θωμάς. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του Γιώργου. Ήταν καλά. Αυτό μετρούσε. "Τίποτα. Κοιμήσου!" απάντησε γρήγορα ο Γιώργος και ξάπλωσε. Έμεναν 3 ώρες μέχρι η πόλη να ξυπνήσει. Με ένα μουγκριτό ο μπάρμπα Θωμάς κουκουλώθηκε ολόκληρος πάλι και άρχισε σύντομα να ροχαλίζει.
Ο Γιώργος χάζευε τα στολίδια που φώτιζαν πάνω από το κεφάλι του και έκανε μόνο μια ευχή καθώς ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Ευχή πως ένα αύριο θα τους περιμένει. Ένα καλύτερο αύριο και ίσως με μια κουβέρτα ακόμα. Έκλεισε τα μάτια του και δεν άργησε να κοιμηθεί, με το χαμόγελο ακόμα στα χείλη του.