Η ιστορία του Γιώργου - Κεφάλαιο 2

Φωτογραφία από το αρχείο της ομάδας
Είχαν περάσει μόλις λίγες βδομάδες μετά την έλευση του νέου έτους και ο Γιώργος χάζευε τον λιγοστό κόσμο που περπατούσε στους άλλωτε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας οι οποίοι ήταν ακόμα στολισμένοι. Τα πράγματα πήγαιναν ασυνήθιστα καλά για εκείνον. Ένας καλός άνθρωπος που είχε μαγαζί με τουριστικά είδη κοντά στο σημείο που ήταν η καβάτζα του, του είχε προτείνει να φυλάει το μαγαζί το βράδυ με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσό και ένα πιάτο φαγητό. Ήταν πολύ χαρούμενος που του είχε δοθεί αυτή η ευκαιρία. Μετά από πολλά χρόνια, επιτέλους, ένιωθε χρήσιμος. Αν και το ποσό ήταν μικρό εκείνος ένιωθε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στο κόσμο.

Κάθε βράδυ που πήγαινε στο πόστο του ονειρεύοταν τι θα ήθελε να κάνει τα χρήματα που θα μάζευε. Αρχικά είχε αποφασίσει να αγοράσει έναν υπνόσακο στον μπάρμπα Θωμά και να κουρευτεί. Τα μαλλιά του έφταναν μέχρι τους ώμους του, δεν άντεχε άλλο τις ατίθασες μπούκλες του και τα μούσια του που πλέον είχαν αρχίσει να ασπρίζουν και τον ενοχλούσαν αρκετά. Μια περαστική κοπέλα που του είχε δώσει ένα σουβλάκι μερικά βράδια πριν τον είχε αποκαλέσει ναυαγό. Χασκογέλασε στην θύμιση αυτή. Πως να έμοιαζε άραγε στους ξένους; Ένας βρωμιάρης; Ίσως σαν ναυαγός όπως τον είχε αποκαλέσει η κοπέλα; Μάλλον κανείς δεν τον παρατηρούσε τόσο ώστε να βγάλει συμπέρασμα, για τον περισσότερο κόσμο ήταν αόρατος.

Αναστέναξε και σηκώθηκε όρθιος. Ξημέρωνε Δευτέρα και τα μεγάλα φώτα των καταστημάτων τον έκαναν να νιώθει μόνος. Οι λίγοι περαστικοί του έριχναν ένα γρήγορο βλέμμα και συνέχιζαν τον δρόμο τους. Δυο αστυνομικοί μερικές φορές του κρατούσαν παρέα για λίγο συζητώντας μαζί του για όλα τα επίκαιρα θέματα. Απόψε, όμως, δεν είχε φανεί κανένας και οι δαίμονες του τον τσιγκλούσαν. Είχε μπει ήδη στη τέταρτη δεκαετία της ζωής του και αναρωτιόταν πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν είχε κάνει άλλες επιλογές. Αν είχε ζητήσει σε γάμο την Χριστίνα δεν θα τον είχε εγκαταλείψει. Αν είχε ακούσει τον πατέρα του και είχε δεχτεί την θέση στο δημόσιο θα δούλευε ακόμα. Αν δεν παρατούσε το πανεπιστήμιο για να φροντίσει την καρκινοπαθή μητέρα του ίσως είχε μια δουλειά. Αν δεν ήταν τόσο ανασφαλής και ξεροκέφαλος ταυτόχρονα ίσως, ίσως να ήταν ένας ενεργός πολίτης τώρα με οικογένεια και μια αξιοπρεπή δουλειά.

Οι σκέψεις τον είχαν καταπιεί τόσο που δεν είχε συνειδητοποιήσει πως πέρασαν τόσες ώρες. Το ρολόι στην απέναντι βιτρίνα έγραφε 8:08. Ένα βράδυ ακόμα είχε περάσει ήρεμα. Δώδεκα ευρώ πιο πλούσιος, ψιθύρισε αρπάζοντας αμέσως το μικρό σακίδιο του για να ξεκινήσει προς τη καβάτζα του. Μέχρι να φτάσει ο ουρανός είχε αποκτήσει ένα πανέμορφο μπλε χρώμα με ελάχιστα μικρά σύννεφα, πολλά περιστέρια που είχαν ξυπνήσει πετούσαν απο την μια πλευρά στην άλλη σαν τρελά, μερικά γελάκια από νέους ξενύχτηδες και οι πρωινοί εργαζόμενοι που πήγαιναν να ανοίξουν τα μαγαζιά σηματοδοτούσαν τη νέα μέρα που ξεκινούσε. Όλα αυτά θα τον έκαναν να νιώθει όμορφα αλλά οι προηγούμενες σκέψεις του δεν είχαν περάσει. Είχε κουραστεί να νιώθει έτσι. Αυτά τα συναισθήματα τον αποσυγκέντρωναν. Είχε υποσχεθεί να είναι θετικός, κάτι πήγαινε καλύτερα στη ζωή του, δεν θα άφηνε το παρελθόν να τον τραβήξει πίσω.

Το ροχαλητό του μπάρμπα Θωμά ακουγόταν από την γωνία, κάνοντας τον να γελάσει και να αφήσει ολοκληρωτικά τις σκέψεις του στο πίσω μέρος του μυαλού του. Τον πλησίασε και τον σκέπασε μέχρι το κεφάλι για να μη κρυώσει. Πάνω στις δικές του κουβέρτες υπήρχε μια σακούλα με σάντουιτς και νερό. Κάθε πρωί έβρισκε μια τέτοια σακούλα. Κάθε πρωί ένιωθε ευλογημένος που υπάρχουν τρεις άνθρωποι που τον σκέφτονται, ο μπάρμπα Θωμάς, το παρεάκι του, ο Σωτήρης με το μαγαζί και εκείνη η κοπέλα που πήγαινε κρυφά και του άφηνε τη σακούλα. Δεν είχε προλάβει ποτέ να την ευχαριστήσει αλλά την συμπεριλάβανε στην προσευχή του πριν κοιμηθεί.

"Αύριο θα πάω για κούρεμα" είπε με λίγο πιο δυνατή φωνή προς τον μπάρμπα Θωμά και ας μη τον άκουγε στη πραγματικότητα.
Τακτοποίησε τα πράγματα του και ξάπλωσε στο χάρτινο κρεβάτι του. Οι κουβέρτες τον ζέσταναν σχεδόν αμέσως και δεν άργησε να αποκοιμηθεί καθώς η υπόλοιπη πόλη ξυπνούσε.