Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από το προηγούμενο βράδυ και ο αέρας είχε γεμίσει όλο τον δρόμο με φύλλα. Η θερμοκρασία αν και είχε ανέβει τις τελευταίες μέρες, σήμερα ήταν τσουχτερή.
Τώρα που όλα τα μαγαζιά στο κέντρο ήταν κλειστά και ο κόσμος κλεισμένος στo σπίτι του, όλα έμοιαζαν στοιχειωμένα. Τα φώτα ήταν τα μόνα που έδιναν μια ζωντάνια στους άλλοτε πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας.
Με όλα αυτά, δεν πρόσεχε προσωρινά το μαγαζί με τα τουριστικά. Πήγαινε μόνο καμιά βόλτα προς τα 'κει, να δει αν όλα είναι καλά και ο Σωτήρης, ο ιδιοκτήτης είχε υποσχεθεί να του δώσει πενήντα ευρώ μόλις άνοιγε ξανά.
Ο Γιώργος ένιωθε τα χέρια του παγωμένα, ακόμα και κάτω από τη κουβέρτα του. Οι σκέψεις, που τόσο καιρό απέφευγε, απόψε τον κρατούσαν ξύπνιο.
Θυμόταν την μέρα που βγήκε στο δρόμο. Το πόσο φοβισμένος ένιωθε και μόνος. Όλοι, εκείνη την μέρα του γύρισαν την πλάτη. Ακόμα και η αδερφή του. Κάποια βράδια σαν αυτά, αναρωτιόταν που να βρίσκεται, αν είναι καλά, αν είναι ασφαλής τώρα με την πανδημία. Δεν την κατηγορούσε, κανέναν δεν κατηγορούσε. Το να μείνει άστεγος ήταν μια συνέπεια κάθε λάθος επιλογής του. Οι υπόλοιποι έπρεπε να συνεχίσουν την ζωή τους. Δεν θα γινόταν βάρος κανενός.
Ανασηκώθηκε και έριξε μια ματιά στον μπαρμπα Θωμά. Ροχάλιζε όπως πάντα. Εκείνος ήταν ο καλύτερος φίλος του. Ήταν η συντροφιά του στις γιορτές, στις ατελείωτες νύχτες, στις πεινασμένες μέρες αλλά κυρίως στις σκοτεινές στιγμές, που ένιωθε να χάνει τον εαυτό του, την ελπίδα του. Χωρίς τον Θωμά θα είχε πέσει στα ναρκωτικά. Πόσες φορές τον συγκράτησε να μη αρχίσει. Ήθελε να προσπαθήσει να ξεφύγει από τον δρόμο. Μόνο για τον άνθρωπο αυτό, επειδή είχε γεράσει και ο χρόνος δεν ήταν επιεικής μαζί του. Κάθε χειμώνα τον περνούσε άρρωστος. Πέρυσι έσπασε και το πόδι του.
Ευτυχώς, ο Γιώργος είχε άκρες από την προηγούμενη ζωή του, πριν γίνει άστεγος. Είχε βοηθήσει πολύ κόσμο και σε έκτακτες περιπτώσεις έριχνε την περηφάνεια του και ζητούσε βοήθεια. Φάρμακα, κάποιον γιατρό, και καμιά φορά ένα πιάτο φαγητό μπορούσε να το προσφέρει στον φίλο του που είχε την μεγαλύτερη ανάγκη, αλλά όλα αυτά δεν αρκούσαν για έναν γέρο άνθρωπο. Έπρεπε να φύγουν από τον δρόμο. Χασκογέλασε, καθώς σκέφτηκε τι του είχε πει ο Θωμάς εχθές, ότι κάποια στιγμή θα τον βάλει σε σπίτι και από τη συνήθεια του δρόμου, θα παθαίνει κλειστοφοβία και θα πετάγεται έξω.
"Τι έφαγες, ρε μικρέ και δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα; Πάλι ρεβίθια ληγμένα;" ακούστηκε η βραχνιασμένη φωνή του μπάρμπα Θωμά από απέναντι.
Του πέταξε ένα άδειο πλαστικό ποτηράκι για πλάκα.
"Άσε, μπάρμπα Θωμά, με έχουν πιάσει οι σκέψεις βραδιάτικο και δεν μπορώ να κοιμηθώ!" είπε ο Γιώργος.
Ξερόβηξε και τον στραβοκοίταξε νυσταγμένα μορφάζοντας ειρωνικά. "Κοιμήσου! Αύριο θα έχεις όλη μέρα ελεύθερη για σκέψη, έχεις ρεπό!"
Ξέσπασαν σε γέλια και οι δυο μαζί.
Αν περνούσε κάποιος περαστικός τώρα και τους άκουγε, θα έκανε τον σταυρό του. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ένιωσε τόσο τυχερός που είχε γνωρίσει τον Θωμά. Μέσα στα οκτώ χρόνια που τον γνώριζε τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. Ο καταθλιπτικός Γιώργος που βρέθηκε στο δρόμο χωρίς μέλλον, ελπίδα και με τάσεις αυτοκτονίας, δεν είχε περάσει την κόκκινη γραμμή, δεν είχε εγκαταλείψει.
"Κοιμήσου, Θωμά! Αύριο έχω μια ιδέα να σου πω!" είπε ξαφνικά ο Γιώργος ακόμα με το χαμογελο στα χείλη.
"Ωχ" αναφώνησε ο Θωμάς και γύρισε πλευρό. "Κοιμήσου και εσύ ονειροπόλε!" του απάντησε και μόλις γύρισε τον πήρε ο ύπνος.
Έγνεψε χαμογελώντας. Οι σκέψεις δεν θα τον σταματούσαν. Ούτε η πανδημία. Θα έφευγαν από τον δρόμο. Ένιωθε μια ελπίδα μέσα του ξαφνικά.
"Κοιμήσου, φιλαράκι. Θα μας πάρω από εδώ!" ψιθύρισε χαμηλόφωνα.
Έβαλε το χέρι του μέσα στη τσάντα του, στο κρυφό θηκάκι που είχε φτιάξει, να σιγουρευτεί ότι τα χρήματα που είχε μαζέψει ήταν εκεί. Αφού σιγουρεύτηκε, ξάπλωσε και κουκουλώθηκε όλος κάτω από την κουβέρτα. Αύριο ξημέρωνε άλλη μια μέρα, σκέφτηκε διώχνοντας όλες τις σκέψεις.
Η βροχή είχε δυναμώσει αλλά ο ήχος της, τον είχε χαλαρώσει τόσο που δεν άργησε να αποκοιμηθεί.